ίππος

ίππος
I
Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval-Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse-Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι. (HP) είναι μονάδα μέτρησης ισχύος που χρησιμοποιείται στις αγγλοσαξωνικές χώρες και διαφέρει λίγο από τη μονάδα CV (1 HP = 746 W). Ο ωριαίος ι. (CVh) είναι μονάδα έργου, παράγωγη της αντίστοιχης μονάδας ισχύος (1 CVh = O,736 κιλοβατώρες).
II
(Ζωολ.).Βλ. λ. άλογο.
* * *
ο (ΑΜ ἵππος, ό, ή)
το άλογο, γένος περιττοδάκτυλων θηλαστικών τής οικογένειας equidae
νεοελλ.
1. μονάδα μέτρησης τής ισχύος τών μηχανών («μηχανή πέντε ίππων»)
2. (γυμν.) όργανο γυμναστικής που χρησιμεύει για υπερπηδήσεις
3. ιατρ.
ταχεία εναλλαγή συστολών και διαστολών τής κόρης τού ματιού, που παράγονται με ρυθμικό τρόπο
μσν.
ομάδα αλόγων
αρχ.
1. το θηλ. ἡ ἵππος
η φοράδα
οι αρχ. ποιητές χρησιμοποιούν συνηθέστερα το θηλ., γιατί η φοράδα ήταν πιο χρήσιμη, επειδή οι αρχαίοι δεν ευνούχιζαν τους ίππους. Επίσης χρησιμοποιούν το επίθ. θήλυς και άρρην για σαφέστερη δήλωση τού φύλου (α. «θήλεες ἵπποι» β. «ἄρσενες ἵπποι» γ. «θήλειαι ἵπποι»)
2. στον πληθ. οἱ ἵπποι
άρμα συρόμενο από ίππους και οι ίδιοι οι ίπποι που τό σύρουν (α. «ἵππων ἐπιβησόμενος» — έχοντας την πρόθεση να ανέβει στο άρμα του, Ομ. Ιλ.) β. «ἀφ' ἵππων» ή «ἐξ ἵππων» ή «ἀφ' ἵπποιιν» ή «καθ' ἵππων» — από το άρμα)
3. αντίθ. τού πεζοί («ἵπποι και ἀνέρες» ή «λαός τε καὶ ἵπποι» — πεζοί και πάνω σε άρμα μαχόμενοι άνδρες)
4. το θηλ. ἡ ἵππος
α) οι ιππείς, το ιππικό («ἡ τῶν Θεσσαλῶν ἵππος», Ηρόδ.)
β) άσεμνη, ασελγής γυναίκα
5. (περιφρ.) «ἁλὸς ἵπποι» πλοία, Ομ. Οδ.
6. ο αστερισμός Πήγασος
7. το θηλ.
τίτλος τής Εκάτης στη λατρεία τού Μίθρα
8. όργανο για βασανιστήρια
9. ένα θαλάσσιο ψάρι
10. (κατά τον Ησύχ.) το μόριο τού άνδρα και τής γυναίκας
11. πάθηση τών οφθαλμών κατά την οποία αυτά ανοιγοκλείνουν ακατάπαυστα
12. επιγρ. τίτλος λειτουργών σε μερικές ιεροτελεστίες
13. φρ. «ἵππος ποτάμιος» ή «ἵππος τοῡ Νείλου» — ο ιπποπόταμος
14. πιθ. όργανο βασανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. *ekwo «ἱππος» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. aśva-, το λατ. equus, το αρχ. ιρλ. ech, το αγγλοσαξ. eoh., όλα με την ίδια σημασία, το αρχ. λιθ. ešva «φοράδα» κ.ά. Το διπλό -ππ- τής Ελληνικής αποτελεί ένδειξη ότι ο ΙΕ τ. δεν εμφάνιζε τον λεγόμενο χειλοϋπερωικό φθόγγο *-kw-, που αντιπροσωπεύεται στην Ελληνική με -π- (πρβλ. *sekwo- > ἕπομαι), αλλά σύμπλεγμα υπερωικού και χειλικού φθόγγου *-, το οποίο έδωσε μεταξύ φωνηέντων στην Ελληνική -ππ- ή -κκ- που μαρτυρείται στον τ. ἴκκος καθώς και στο κύριο όν. Ἴκκος. Με την άποψη αυτή συνηγορεί και η μυκηναϊκή γραφή i-qo, η οποία αποδίδει πιθανώς στην προφορά ενός διπλού συμφώνου. Η δασύτητα τού ἵππος θα πρέπει να είναι μεταγενέστερη. Το αρχικό ψιλό - διατηρείται πιθ. στο συνθ. κύριο όν. Λεύκ-ιππος (αντί *Λεύχ-ιππος). Ίσως όμως το τελευταίο να απέβαλε την αρχική δασύτητά του αναλογικά προς άλλα συνθ. τού λευκός (πρβλ. λευκ-ηπατίας «αυτός που έχει λευκό συκώτι» και μεταφορικά «δειλός» εκ παραλλήλου προς το αναμενόμενο λευχ-ηπατίας, με αποβολή τής δασύτητας αναλογικά προς τα λευκ-έρυθρος, λευκ-ήρετμος «αυτός που έχει λευκά κουπιά» κ.λπ.). Δυσερμήνευτο, τέλος, παραμένει το αρκτικό φωνήεν [i] αντί τού αναμενομένου [e] από τους συγγενείς τ. τών άλλων ΙΕ γλωσσών και τον επανασυντεθειμένο ΙΕ τ. *ekwo-. Στη Νέα Ελληνική τη λ. ίππος αντικατέστησε η λ. άλογο*.
ΠΑΡ. ιππάριον, ίππειος, ιππεύς, ιποπεύω, ιππίδιον, ιππικός, ιπποσύνη, ιππότης (Ι)
αρχ.
ιππάζομαι ιππαΐς, ιππάκη, ιππαλέος, ιππάς, ιππηδόν, ιππίας, ίππιος, ιππίσκος, ιππιστί, ιππόθεν, ιππότης (ΙΙ), ιππούμαι, ιππών
αρχ.-μσν.
ιππώδης
νεοελλ.
ιππισμός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. ίππο-. (Β' συνθετικό) έφιππος, μόνιππος, τέθριππος, φίλιππος
αρχ.
άγριππος, άμιππος, άμφιππος, ανάγχιππος, άνιππος, άστιππος, αυτόιππος, άφιππος, δαμάσιππος, δάμνιππος, διώξιππος, δύσιππος, ελάσιππος, εξάιππος, εύιππος, ζεύξιππος, ημίιππος, ίχνιππος, κρατήσιππος, κρύψιππος, Κρόνιππος, κτήσιππος, λεύκιππος, μελάνιππος, μίσιππος, μισοφίλιππος, πάριππος, πλήξιππος, πολύιππος, πτερόιππος, σύνιππος, ταράξιππος, ταχύιππος, τρίιππος, τρύσιππος, χερσάνιππος, χερσέφιππος
νεοελλ.
ηώιππος, μεσόιππος, πρωτόιππος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἵππος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵππος — horse masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππος — ο 1. άλογο: Εκτρέφει ίππους. 2. όργανο για τη γυμναστική που έχει σχήμα ίππου. 3. μονάδες μέτρησης της δύναμης των μηχανών: Κινητήρας σαράντα ίππων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δούρειος Ίππος — Κολοσσιαίο ξύλινο ομοίωμα αλόγου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κατασκεύασαν οι Αχαιοί και το χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για την εκπόρθηση της Τροίας. Η ιδέα του τεχνάσματος ανήκε στον Οδυσσέα και την κατασκευή του τεράστιου ομοιώματος ανέλαβε ο… …   Dictionary of Greek

  • Οκτώβριος ίππος — Εξιλαστήριο άλογο, που το θυσίαζαν κάθε χρόνο στη Ρώμη. Θυσία αλόγων γινόταν στα αρχαία χρόνια σε σπάνιες περιπτώσεις. Το αίμα του αλόγου που θυσιαζόταν στη Ρώμη, ανακατευόταν από τις Εστιάδες με τη στάχτη μοσχαριών και αποτελούσε καθαρτήριο… …   Dictionary of Greek

  • δούρειος ίππος — ο 1. το ξύλινο άλογο που επινόησε ο Οδυσσέας, με το οποίο οι Έλληνες ξεγέλασαν τους Τρώες και κυρίεψαν την Τροία. 2. μτφ., δόλιο μέσο, ενέδρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἵππω — Ἵππος masc nom/voc/acc dual Ἵππος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵππω — ἵππος horse masc/fem nom/voc/acc dual ἵππος horse masc/fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποί — Ἱππός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱππῶν — Ἱππός masc gen pl Ἱππώ fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”